Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΧΡΗΣΙΜΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ Ο ΟΑΕΕ ΘΑ ΚΙΝΗΘΕΙ ΜΕ ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ



Με δεδομένη την καταχρηστικότητα του επιτοκίου που χρεώνει ο ΟΑΕΕ η παρακάτω απόφαση 175-2013 του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ αποτελεί πολύ καλό αμυντικό όπλο, ανάμεσα στα άλλα.

ΜονΠρωτΚορ 175/2013: Αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικότητας επιτοκίου
Αριθμός Απόφασης
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Αικατερίνη Γ. Μπετσικώκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-1-2013, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, γι να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αιτούντων: [1] Λ.B. και [2] Κ.Μ., κατοίκων Βραχατίου Κορινθίας, οδός Θ. Βασιλείου, αρθ 5, η εκ των οποίων η πρώτη εμφανίστηκε ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Μάριο Μαρινάκο.

Της καθ’ ης η αίτηση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου, αρ. 86 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γκότση.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21-5-2012 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου έλαβε αριθμό 781/ΑΣΦ781/2012 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 1-10-12.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ 207/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 21-5-2012 και με αριθμό καταθέσεως 373/ΤΜ373/2012 ανακοπής, που άσκησαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ αυτής της διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στην καθ’ ης το ποσό των 22.690,69 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της από την αναφερόμενη στην αίτηση σύμβαση δανείου, επικαλούμενοι περαιτέρω ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής θα τους προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτά που ανέπτυξαν προφορικά και με τα σημειώματά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και γενικά από την όλη συζήτηση της υποθέσεως, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Μετά από σύμβαση μεταξύ της καθ’ ης Τράπεζας και του δευτέρου των αιτούντων ως οφειλέτη και της πρώτης αυτών ως εγγυήτριας καταρτίστηκε η από 28-7-2004 σύμβαση χορήγησης δανείου-ανοικτού εθνοδιακοπών ποσού ανώτατης πίστωσης 12.000 ευρώ. Η καθ’ ης η παρούσα Τράπεζα την 29-10-2007 κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση, λόγω μη τηρήσεως των υποχρεώσεων-συμβατικών όρων αυτής εκ μέρους των αιτούντων, καταγγελία την οποία επέδωσε στους τελευταίους την 7-11-2007 (σχετ. οι υπ’ αριθμ 3574 και 3535/2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου Αθανασίου Καρακώστα]. Εν συνεχεία, με την από 13-3-2012 αίτηση της πιστώτριας και ήδη καθ’ ης τράπεζας εκδόθηκε η 207/2012 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία οι αιτούντες, οφειλέτης και εγγυήτρια, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 22690,69 ευρώ, έντοκα από 3-2-2012, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον εξόδων ήτοι συνολικά το ποσό των 23.282,50 ευρώ. Κατά της διαταγής αυτής πληρωμής, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους αιτούντες την 3-5-2012, άσκησε η τελευταία νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 12-5-2012 και με αριθμό κατάθεσης 373/373/2012 ανακοπή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία ζητούν να ακυρωθεί αυτή. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η ενσωματωμένη στη διαταγή πληρωμής απαίτηση περιλαμβάνει τραπεζικά επιτόκια τα οποία υπερβαίνουν κατά 0,5% έως 2,5% τα εκάστοτε ισχύοντα εξωτραπεζικά επιτόκια όπως αυτό προκύπτει από την καρτέλα των καθυστερήσεων την οποία προσκομίζει και συνομολογεί η καθ΄ ης, για το χρονικό διάστημα κινήσεως του λογαριασμού ήτοι από 28-7-2004 έως την ημερομηνία κλεισίματος αυτού την 29-10-2007 αλλά και ακολούθως από 29-10-2007 μέχρι και την επίδοση της διαταγής πληρωμής που το υπόλοιπο μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, σύμφωνα με το σχετικό συμβατικό όρο. Ειδικότερα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της συμβάσεως το επιτόκιο που εφήρμοσε η καθ’ ης ήταν συνολικά συμβατικό 13,600% ήτοι ανώτερο κατά ποσοστό έως και 2,75% από τα αντίστοιχα εξωτραπεζικά 11,85% και επιτόκιο υπερημερίας 16,10% ήτοι ανώτερο κατά ποσοστό 0,25% έως και 2,75% από τα αντίστοιχα εξωτραπεζικά επιτόκια υπερημερίας. Και ναι μεν τα ανωτέρω επιτόκια αφενός καθορίστηκαν βάσει αντίστοιχου συμβατικού όρου της ένδικης πιστώσεως, αφετέρου η καθης Τράπεζα μπορεί ελεύθερα να καθορίζει τα επιτόκια χορηγήσεων ανάλογα με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες δυνάμει σχετικών πράξεων ΠΥΣ, εάν θεωρηθεί ότι ο μη καθορισμός ανώτατου ορίου επιτοκίων δεν αποτελεί νομοθετικό κενό κατά τους ισχυρισμούς της καθ’ ης, πλην όμως ο όρος αυτός κρίνεται καταχρηστικός κατά το αρθ 281 ΑΚ κυρίως λόγω αντιθέσεώς του στο αρθ 2 παρ 7 περ ια του ν 2251/1994, αφού δεν καθορίζονται κριτήρια εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή. Η δε εφαρμογή του είναι καταχρηστική και για τον επιπλέον λόγο, διότι τα επιτόκια με τα οποία εντοκίσθηκαν κατά καιρούς τα χρεωστικά υπόλοιπα ήταν μεγαλύτερα των δικαιοπρακτικών που ίσχυαν το ίδιο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να έχουν χρεωθεί τόκοι πέραν των νομίμων και αυτό γιατί ναι μεν τα εξωτραπεζικά επιτόκια περιορίζονται σε εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν όμως να έχουν γενικότερη χρηματοοικονομική σημασία και αφορούν στις τραπεζικές συμβάσεις συμπιέζοντας τα αντίστοιχα τραπεζικά επιτόκια προς τα κάτω [ΑΠ 1219/2001 Βοβ50,354]. Εξάλλου βάσιμα υποστηρίζεται ότι οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 2 του ν32252/94 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ’ αναλογία και μάλιστα ανεξάρτητα εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της τράπεζας. Από την επισκόπηση της επίδικης σύμβασης προκύπτει ότι πρόκειται για έντυπη τυποποιημένη σύμβαση προσχώρησης με προδιατυπωμένους όρους, η οποία απευθύνεται σε ευρύ κοινό και δεν σχεδιάστηκε συγκεκριμένα για τους αιτούντες και συνεπώς ούτε οι όροι της είναι αναλυτικοί και ειδικοί, ούτε αναφέρονται οι εκάστοτε ΠΥΣ βάσει των οποίων ρυθμίστηκε το επιτόκιο καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα στα ανωτέρω επίπεδα, ενημερώνοντας τους αντισυμβαλλομένους, ώστε είναι προφανής η εξουσιαστική θέση της καθής και η μη δυνατότητα διαπραγμάτευσης εκ μέρους των τελευταίων των σχετικών όρων. Συνεπώς πιθανολογείται η ουσιαστική ευδοκίμηση του πρώτου [Ι και ΙΙ] λόγου ανακοπής.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ 3 εδαφ ά του ν. 128/1975, «επιβάλλεται από τους έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παρ 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν της δυνάμει από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Εξάλλου, ο κοινός λογαριασμός της παρ 1 για την επιστροφή διαφόρων τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, τηρείτο στην Τράπεζα της Ελλάδος και είχε δημιουργηθεί κατ’ εφαρμογή της από 19.3.1962 συμβάσεως μεταξύ των Τραπεζών, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/13/1962 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως με την από 30.1.1969 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής και μεταγενεστέρως όπως τροποποιήθηκε κατόπιν με τον αρθ 8 παρ 6 του ν1083/1980 και με την απόφαση 289/80 της Νομισματικής Επιτροπής: Με την παραπάνω διατύπωση ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο προς καταβολή της πρόσωπο, χωρίς να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ενώ ρυθμίζεται και ο ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των Τραπεζών. Η ρυθμιστική ισχύς του πιο πάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ΑΠ 430/2005 οπ, ΕφΠατρ 195/2007 δημ «Νόμος»).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο [3] λόγο και τέταρτο [4] λόγο της ανακοπής τους οι αιτούντες [ανακόπτοντες] ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης παρανόμως μετακύλισε σε αυτούς της παραπάνω εισφοράς του Ν. 128/1975, τα οποία έχει ενσωματώσει στην επιδικασθείσα με την υπ’ αριθ 207/2012 Διαταγή Πληρωμής τα Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου απαίτηση και ότι παρανόμως, επίσης, καταλόγισε τόκους επάνω στους τόκους υπερημερίας της εισφοράς αυτής, τους οποίους ανατοκίζει ανά εξάμηνο , ενώ επίσης περιλαμβάνει στο υπόλοιπο του λογαριασμού έξοδα και προμήθειες [ενδεικτικώς δικαστικά έξοδα κλπ] τα οποία επίσης ανατοκίζει. Με αυτό το περιεχόμενο και οι λόγοι αυτοί πιθανολογείται ότι θα κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι, καθόσον ναι μεν το ποσό της εισφοράς του Ν 128/75 νομίμως μετακυλίσθηκε στους αιτούντες δυνάμει συμβατικού όρου και προστίθεται στο επιτόκιο πλην όμως παρανόμως ανατοκίζεται [μαζί με τους οφειλόμενους τόκους κεφαλαίου], καθόσον οι Τράπεζες δικαιούνται να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως [ανατοκισμός], με την στενή έννοια και όχι τόκους επί προμηθειών, εξόδων και εισφορών που ενυπάρχουν στη σύμβαση. Συνακόλουθα εφόσον πιθανολογείται η τυπική και ουσιαστική ευδοκίμηση τουλάχιστον από τους λόγους της ασκηθείσας ανακοπής [εδώ τριών τουλάχιστον] με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους κονδυλίων να επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, και επιπλέον πιθανολογείται ότι η ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες. Μετά από όσα εκτέθηκαν η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21-5-2012 ανακοπής, που οι αιτούντες έχουν ασκήσει κατά της καθής και υπό τον όρο συζητήσεως αυτής κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18-9-2013. Τέλος, οι αιτούντες πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθής η αίτηση (αρθρ. 178 παρ 3 του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδ. Με αρθρ 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει την εκτέλεση της με αριθμό 207/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 21-5-2012 ανακοπής και υπό τον όρο ότι αυτή θα συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί.
Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθης, που ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια και στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στην Κόρινθο τις 22 Φεβρουαρίου του έτους 2013 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου